τριακοντόπους

τριακοντόπους
-οδος, ὁ, ἡ, Α
βλ. τριακοντάπους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριακοντάπους — και τριακοντόπους, οδός, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει μήκος ή ύψος ή βάθος τριάντα ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πούς, ποδός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”